χόρδωμα

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. όγκος που αναπτύσσεται από τα υπολείμματα της νωτιαίας χορδής, με κακή συνήθως πρόγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. χαίτη: χαίτωμα)].