χορταίος

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία
(ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι
3. φρ. «χιτὼν χορταῑος»
i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.)
ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί που υποδύονταν στο θέατρο τους Σειληνούς (Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κατάλ. -αῖος].