σχοινουργός

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ὁ,

   A land surveyor, PLond.3.1171.64 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1057] Stricke machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινουργός: ὁ, (*ἔργω) = σχοινοπλόκος, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 6708.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
σχοινοπλόκος
αρχ.
αυτός που μετρά αγροτικές εκτάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ουργός (< ἔργον)].