σχοινουργός

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινουργός Medium diacritics: σχοινουργός Low diacritics: σχοινουργός Capitals: ΣΧΟΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: schoinourgós Transliteration B: schoinourgos Transliteration C: schoinourgos Beta Code: sxoinourgo/s

English (LSJ)

ὁ, land surveyor, PLond.3.1171.64 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1057] Stricke machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινουργός: ὁ, (*ἔργω) = σχοινοπλόκος, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 6708.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
σχοινοπλόκος
αρχ.
αυτός που μετρά αγροτικές εκτάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ουργός (< ἔργον)].