Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ν σύντροφος1. κάνω συντροφιά ή συνοδεύω κάποιον (α. «του ζήτησα να μέ συντροφέψει στο διάβασμα» β. «θα μέ συντροφέψει στο ταξίδι»)2. (αμτβ.) συνεταιρίζομαι.