τσαλάκωμα
Greek Monolingual
το, Ν τσαλακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαλακώνω, ζάρωμα, σούφρωμα
2. μτφ. ηθικός εξευτελισμός, καταρράκωση («έπαθε μεγάλο τσαλάκωμα»).
το, Ν τσαλακώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαλακώνω, ζάρωμα, σούφρωμα
2. μτφ. ηθικός εξευτελισμός, καταρράκωση («έπαθε μεγάλο τσαλάκωμα»).