ηθικός
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἠθικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ' αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός
2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία»)
νεοελλ.
1. αυτός που είναι σύμφωνος με τα χρηστά ήθη, με τους κανόνες του ορθού και του πρέποντος, ενάρετος, τίμιος, σεμνός, χρηστοήθης («όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος», Σολωμ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εσωτερικό μας, τον ψυχοπνευματικό κόσμο και όχι στην εξωτερική μας εμφάνιση («ηθικά χαρίσματα»)
3. αυτός που ανακλά στον ψυχικό μας κόσμο ανεξάρτητα από οποιοδήποτε εξωτερικό αποτέλεσμα, αντίθ. του υλικός (α. «ηθική ικανοποίηση», β. «ηθική ευθύνη»)
4. το θηλ. ως ουσ. η ηθική
α) (φιλοσ.) η επιστήμη που εξετάζει τους κανόνες στους οποίους στηρίζονται τα ήθη τών ανθρώπων μιας κοινωνίας
β) δογματική διδασκαλία μιας ιδεολογίας ή θρησκείας ή και υποκειμενική αντίληψη για τους κανόνες που ρυθμίζουν την πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου για το τί είναι αγαθό και τί κακό (α. «χριστιανική ηθική» β. «καντιανή ηθική» γ. «η ηθική του Σωκράτη»)
γ) σύγγραμμα περί ηθικής, πραγματεία, μελέτη περί ηθικής
δ) συμπεριφορά σύμφωνη με τους κανόνες της ηθικής, ηθικότητα, ηθικές αρχές («αυτός δεν έχει καμιά ηθική»)
ε) φρ. i) «ηθική αλληγορία» — ένα από τα τρία είδη λαϊκού θεάτρου του ευρωπαϊκού μεσαίωνα
ii) (νομ.) «ηθική βλάβη» — ζημία που υφίσταται ένα πρόσωπο από την προσβολή τών μη περιουσιακών αγαθών του, δηλαδή τών αγαθών που απορρέουν από τη σωματική, ψυχική ή κοινωνική ατομικότητα του προσώπου
5. το ουδ. ως ουσ. το ηθικό
α) το σύνολο τών ψυχικών δυνάμεων που κινούν τον άνθρωπο για ζωή και δράση, ψυχικό σθένος, θάρρος, φρόνημα, κουράγιο («το ηθικό τών στρατιωτών διατηρείται ακμαίο»)
β) ηθική υπόσταση, ηθική διαγωγή, ηθικότητα, ηθικές αρχές
6. φρ. α) «ηθικός αυτουργός» — αυτός που δεν εκτελεί μια πράξη ιδιοχείρως, αλλά μεταχειρίζεται άλλον, τον φυσικό αυτουργό, τον δράστη, ο υποκινητής, ο εμπνευστής μιας πράξης
β) «ηθικό πρόσωπο» — το νομικό πρόσωπο
γ) «ηθικός νόμος» — ο κατά παράδοση αποδεκτός και τηρούμενος άγραφος νόμος, ο αιώνιος νόμος
μσν.
1. αυτός που έχει ηθικό ή ηθικοπλαστικό περιεχόμενο
2. φρ. «ἐπιγραφή τῆς ἠθικῆς» — επιγραφή που δηλώνει τη διάθεση, τα αισθήματα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος, στον χαρακτήρα, που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη, χαρακτηριστικός, εκφραστικός («ἡ δέ Ὀδύσσεια... ἠθική» Αριστοτ.)
2. ευπρεπής, κόσμιος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἠθικά
πραγματεία περί ηθικής
4. φρ. α) «οἱ ἠθικοί λόγοι» — η διδασκαλία περί ηθικής
β) «ἡ ἠθική φιλοσοφία» — η φιλοσοφία περί ηθικής
γ) «τὸ ἠθικόν τῆς φιλοσοφίας» — το μέρος της φιλοσοφίας το οποίο αναπτύσσει και διδάσκει τα αξιώματα της ηθικής, κατ' αντίθεση προς το φυσικόν και το διαλεκτικόν.
επίρρ...
ηθικώς και ηθικά (AM ἠθικῶς)
1. από ηθική άποψη
2. με τρόπο ηθικό, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής
αρχ.
1. με τρόπο χαρακτηριστικό, εκφραστικό
2. με ήθος, με χαρακτήρα
3. φυσικά, κατά τρόπο φυσικό
4. με ευπρέπεια, με κοσμιότητα, με χρηστοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. -ικος (πρβλ. κρατικός, τελικός)].