η, Ναγγείο ή δοχείο φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χ. Παμπούκη].