φαρμακοδόχος

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
αγγείο ή δοχείο φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χ. Παμπούκη].