φορμοφόρος

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A porter, Epicur.Fr.172: οἱ φ., name of a play by Hermippus.

German (Pape)

[Seite 1300] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.

Greek (Liddell-Scott)

φορμοφόρος: ὁ, ἀχθοφόρος, Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων
2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι
τίτλος κωμωδίας του Ερμίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος].