-η, -ο, Ν1. αυτός που έχει φαγωθεί2. αυτός που έχει φθαρεί3. (για πρόσ.) αυτός που έχει φάει, χορτάτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. του ρ. φαγώνομαι].