φαγώνομαι

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

Ν
1. φθείρομαι από τριβή ή άλλη διαβρωτική ενέργεια
2. μαλώνω, καυγαδίζω («φαγώνονται όλη μέρα»)
3. (η μτχ. παρακμ.) βλ. φαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ρηματ. κατάλ. -ώνω / -ώνομαι].