χθονοριφής

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ές, (ῥίπτω)

   A flung on the ground, PMag.Par.1.196.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. καλυμμένος με χώμα
2. ριγμένος καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. -ρρίφ-θην), πρβλ. ἀερο-ριφής, χαμαι-ριφής].