ταρταρούγα

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ταρταρούγκα, η, Ν
1. χελώνα, ιδίως θαλάσσια
2. (κατ' επέκτ.) όστρακο χελώνας
3. συνεκδ. κόσμημα ή άλλο αντικείμενο που κατασκευάζεται από το παραπάνω υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartaruga «χελώνα»].