φυσιογνώστης

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. φυσιογνώστρια, Ν
επιστήμονας που ασχολείται με τις φυσικές επιστήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].