υπαναγιγνώσκω
Greek Monolingual
ΜΑ ἀναγιγνώσκω
αναγιγνώσκω ενώπιον άλλων ή δημοσίως
μσν.
διαβάζω καθώς βρίσκομαι από κάτω
αρχ.
διαβάζω κάτι εισαγωγικώς («ὑπαναγιγνώσκειν τὴν εἰσαγγελίαν», Υπερείδ.).
ΜΑ ἀναγιγνώσκω
αναγιγνώσκω ενώπιον άλλων ή δημοσίως
μσν.
διαβάζω καθώς βρίσκομαι από κάτω
αρχ.
διαβάζω κάτι εισαγωγικώς («ὑπαναγιγνώσκειν τὴν εἰσαγγελίαν», Υπερείδ.).