διαβάζω
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
Greek Monolingual
(Μ διαβάζω)
Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα
2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο
νεοελλ.
1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία
2. μελετώ
3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση
4. προγυμνάζω μαθητή
5. συμβουλεύω, νουθετώ
6. δασκαλεύω
7. (για ιερέα) απαγγέλλω ευχές για κάποιον, τον ξορκίζω
8. επιπλήττω κάποιον
9. (ως κατάρα) («που να σέ διαβάσει ο παπάς» — μακάρι να τρελαθείς ή να πεθάνεις)
II. (η μτχ. παθ. παρακμ.) διαβασμένος, -η, -ο
α) ο μορφωμένος, ο κατηρτισμένος
β) αυτός που έχει αναγνωσθεί
γ) αυτός για τον οποίο έχει ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία, ο νεκρός
δ) ο δασκαλεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβιβάζω με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία)
πρβλ. αμφιφορεύς-αμφορεύς, διδάσκαλος-δάσκαλος)].