τιμωρησείω

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

   A wish to avenge, -ησείοντες Agath.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

τιμωρησείω: ἐφετικὸν τοῦ τιμωρέω, ἐπιθυμῶ νὰ τιμωρήσω, Ἀγαθ. Ἱστορ. σ. 176, 12, ἔκδ. B.

Greek Monolingual

Α
(ως εφετικό του τιμωρώ) επιθυμώ να εκδικηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμωρῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. ναυμαχη-σείω)].