χλώριο
Greek Monolingual
το, Ν
1. χημ. αέριο αμέταλλο χημικό στοιχείο της ομάδας τών αλογόνων, με σύμβολο CI, ατομικό αριθμό 17 και ατομικό βάρος 35, 46
2. φυσιολ. ιχνοστοιχείο που περιέχεται ως ελεύθερο ανιόν στο πλάσμα του αίματος και στον μεσοκυττάριο χώρο και το οποίο αποτελεί απαραίτητο ηλεκτρολύτη για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chlore (< χλωρός)].