χοντροκομμένος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές»)
2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια
3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος
4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη ψευτιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + κομμένος].