καφές

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

Greek Monolingual

ο
1. το σπέρμα του φυτού καφέακαφές Βραζιλίας»)
2. το ρόφημα που παρασκευάζεται με βρασμό τών καβουρδισμένων και αλεσμένων σπερμάτων του καφεόδεντρου («μέτριος καφές»)
3. το δέντρο καφέα
4. φρ. «λέω τον καφέ» — μαντεύω παρατηρώντας το κατακάθι του καφέ στο φλιτζάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cafe < τουρκ. kahve < αραβ. qahwah. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο Λεξικόν της ελληνικής διαλέκτου του Στέφανου Κουμανούδη].