χοντροκαμωμένος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χοντροδουλεμένος, κακοφτειαγμένος
2. (για πρόσ.) αυτός του οποίου τα μέλη είναι χοντρά ή τα χαρακτηριστικά αδρά.