τουλπάνι

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τουλουπάνι και τουλμπάνι, το, Ν
1. λεπτό και αραιά υφασμένο ύφασμα, από το οποίο γίνονται γυναικεία μαντίλια για το κεφάλι, τούλι
2. κομμάτι από παρόμοιο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως λεπτό σουρωτήρι για υγρά
3. μαντίλι, κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulbend < περσ. dulband].