Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαντίλι

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

(Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον)
1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα της αμφίεσης
2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα του προσώπου, ιδίως της μύτης, χειρομάντιλο
νεοελλ.
φρ. «το 'δεσε μαντίλι» — θεωρεί σίγουρη την υπόσχεση που του δόθηκε
μσν.
1. πετσέτα, προσόψιο χεριών, φαγητού
2. φρ. «ἅγιον μανδήλιον» — το ύφασμα πάνω στο οποίο αποτυπώθηκε, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, το πρόσωπο του Ιησού, όταν ο Χριστός πορευόταν προς τον Γολγοθά και ζήτησε να σκουπίσει τον ιδρώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mantelium και mantilium. Η γραφή της λ. μαντίλι με -ι αντί -η- ως κανονική απόδοση του λατ. mantilium ή ως απλούστερη γραφή του λατ. mantelium. Η μσν. γραφή με -η- αποτελεί προσπάθεια πιστής μεταγραφής του λατ. ē (mantelium), που δεν δεσμεύει -ως νεώτερη γραφή- την ορθογραφία της λ. (πρβλ. και πρίγκιπας όχι πρίγκηπας, δικτάτορας όχι δικτάτωρας κ.ά.). Η γραφή τών καντηλι / καντήλα (μολονότι από λατ. candela) με -η- διατηρήθηκε διότι ήταν ήδη αρχαία (μεταγενέστερη)].