μαντίλια

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

η
δαντελένια ή πλεκτή εσάρπα, καλύπτρα για το κεφάλι και τους ώμους, εξάρτημα της παραδοσιακής ενδυμασίας τών Ισπανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. mantilla].