μαντίλια

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η
δαντελένια ή πλεκτή εσάρπα, καλύπτρα για το κεφάλι και τους ώμους, εξάρτημα της παραδοσιακής ενδυμασίας τών Ισπανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. mantilla].