τυρρηνικός

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό / τυρρηνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α Τυρρηνός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία
νεοελλ.
φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» — τμήμα της δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ της Κορσικής, της Σαρδηνίας και της Σικελίας
β) «τυρρηνική σάλπιγγα» — σάλπιγγα τών Τυρρηνών, αρχαίων κατοίκων της Ιταλίας, γνωστή για τον δυνατό ήχο της
γ) «διά τυρρηνικής σάλπιγγος»
i) μεγαλόφωνα, με θορυβώδη αναγγελία
ii) (κατ' επέκτ.) επιδεικτικά
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. Τυρρηνικός
τίτλος λόγου του Δεινάρχου
2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Τυρρηνικά
τίτλος συγγράμματος του Σωστράτου
3. φρ. α) «σανδάλια τυρρηνικά» — πολυτελή γυναικεία σανδάλια με πέλμα από ξύλο ή φελλό και επίχρυσους ιμάντες (Κρατίν.)
β) «τυρρηνικὸς ἀνδριάς» — λεγόταν για κάποιον που ήταν επιτήδειος, σαν τους Τυρρηνούς, οι οποίοι ήταν περίφημοι ανδριαντοποιοί (Πλίν.)
γ) «τυρρηνικοὶ δεσμοί» — λεγόταν για πράγματα πολύ δύσκολα και περίπλοκα (λεξ. Σούδα).