τυρρηνικός

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / τυρρηνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α Τυρρηνός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία
νεοελλ.
φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» — τμήμα της δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ της Κορσικής, της Σαρδηνίας και της Σικελίας
β) «τυρρηνική σάλπιγγα» — σάλπιγγα τών Τυρρηνών, αρχαίων κατοίκων της Ιταλίας, γνωστή για τον δυνατό ήχο της
γ) «διά τυρρηνικής σάλπιγγος»
i) μεγαλόφωνα, με θορυβώδη αναγγελία
ii) (κατ' επέκτ.) επιδεικτικά
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. Τυρρηνικός
τίτλος λόγου του Δεινάρχου
2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Τυρρηνικά
τίτλος συγγράμματος του Σωστράτου
3. φρ. α) «σανδάλια τυρρηνικά» — πολυτελή γυναικεία σανδάλια με πέλμα από ξύλο ή φελλό και επίχρυσους ιμάντες (Κρατίν.)
β) «τυρρηνικὸς ἀνδριάς» — λεγόταν για κάποιον που ήταν επιτήδειος, σαν τους Τυρρηνούς, οι οποίοι ήταν περίφημοι ανδριαντοποιοί (Πλίν.)
γ) «τυρρηνικοὶ δεσμοί» — λεγόταν για πράγματα πολύ δύσκολα και περίπλοκα (λεξ. Σούδα).

Translations

Etruscan

Armenian: էտրուսկյան; Catalan: etrusc; Chinese Mandarin: 伊特魯里亞的, 伊特鲁里亚的; Czech: etruský; Danish: etruskisk; Dutch: Etruskisch; Finnish: etruskilainen, etruski; French: étrusque; Galician: etrusco; German: etruskisch; Greek: ετρουσκικός, τυρρηνικός; Ancient Greek: Τυρρηνικός, Τυρρηνός, Τυρσανός, Τυρσηνικός, Τυρσηνός; Irish: Éatrúscach; Italian: etrusco; Japanese: エトルリアの; Macedonian: етрурски; Norwegian Bokmål: etruskisk; Nynorsk: etruskisk; Polish: etruski; Portuguese: etrusco; Serbo-Croatian Roman : Etruščanski, Etrurski; Spanish: etrusco; Swedish: etruskisk; Turkish: Etrüsk