ὑπερστένω

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A groan for, σῶν ὑ. πόνων A.Pr.66 (nisi leg. ὕπερ στένω).

German (Pape)

[Seite 1201] darüber seufzen, stöhnen, τινός (?). Bei Aesch. Prom. 66 ist jetzt σῶν ὕπερ στένω geschrieben.

Greek Monolingual

Α
πιθ. στενάζω για κάτι ή για χάρη άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + στένω «στενάζω, βογγώ»].