Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βογγώ

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

(-άω)
1. βγάζω υπόκωφη ανάσα λόγω σωματικού ή ψυχικού πόνου, αναστενάζω, μουγγρίζω
2. αντηχώ υπόκωφα, βουίζω
3. παραπονούμαι, διαμαρτύρομαι
4. στενάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγώ < μσν. γογγώ < (αόρ. του μτγν.) γογγύζω.