τροπωτήρας

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο / τροπωτήρ, -ῆρος, ΝΑ
ναυτ. δακτύλιος από σχοινί ή δέρμα ο οποίος συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό της βάρκας, αλλ. τροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπῶ / -ώνω + κατάλ. -τήρ / -τήρας].