χερσονομή

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A waste land used as pasture, PTeb.74.22 (ii B.C., prob.), Sammelb.5172.5.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στον πληθ. αἱ χερσονομαί
ακαλλιέργητες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + νομή.