συνιχνεύω

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

   A track out with, παρθένον Διονύσῳ Nonn.D.16.193.

Greek (Liddell-Scott)

συνιχνεύω: ἀνιχνεύω ὁμοῦ, τίπτε σὺ μοῦνος παρθένον ἰχνεύοντι συνιχνεύεις Διονύσῳ; Νόνν. Δ. 16. 193.

Greek Monolingual

Α ἰχνεύω
ανιχνεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλον, προσπαθώ να βρω τα ίχνη μαζί με άλλον.