γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(Α ἀνιχνεύω)
1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ
2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ιχνεύω.
ΠΑΡ. ανίχνευση
νεοελλ.
ανιχνευτής].