χιονιά

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. χιονιάς
2. χιονόμπαλα
3. βολή με χιονόμπαλα
4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά...», καντάδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + κατάλ. -ιά (πρβλ. καλοκαιρ-ιά)].