καντάδα

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

η
πολυφωνικό συνήθως τραγούδι, με ερωτικό θέμα, που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας τις νυχτερινές ώρες στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. cantada < ρ. cantare «τραγουδώ»].