η, Ν1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρεςιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα2. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού κολχικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρ-ίστρα).