A v. συντέμνω.
συντάμνω: Ἰων. ἀντὶ συντέμνω, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.
ion. c. συντέμνω.
Αιων. τ. βλ. συντέμνω.