συντάμνω
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
v. συντέμνω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συντέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντάμνω, zie συντέμνω.
German (Pape)
ion. statt συντέμνω, Her.
Russian (Dvoretsky)
συντάμνω: ион. Her. = συντέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
συντάμνω: Ἰων. ἀντὶ συντέμνω, τοῦ χρόνου συντάμνοντος, ἀντὶ συντεμνομένου, πλησιάζοντος, Ἡρόδ. 5. 41, κλπ.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συντέμνω.
Greek Monotonic
συντάμνω: Ιων. αντί συντέμνω.