ὁ, = foreg., HeroSpir.2.22, Sch.D Il.18.401.
[Seite 1059] ὁ, dim. von σωλήν, Schol. Il. 18, 401.
ο, ΝΜΑμικρός λεπτός σωλήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].