σωληνίσκος
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ὁ, = σωλήνιον (little channel, little gutter, little pipe), Hero Spir. 2.22, Sch. D Il. 18.401.
German (Pape)
[Seite 1059] ὁ, dim. von σωλήν, Schol. Il. 18, 401.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μικρός λεπτός σωλήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].