συριστικός

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό Ν συρίζω (Ι)]
1. αυτός που σφυρίζει
2. αυτός που παράγει ήχο όμοιο με σφύριγμα («το συριστικό σ»)
3. φρ. α) «συριστικά σύμφωνα»
γραμμ. τα σύμφωνα σ, ζ και ξ
β) «συριστικοί σημαντήρες»
ναυτ. σημαντήρες για την επισήμανση αβαθών, οι οποίοι εκπέμπουν συριγμούς για την ευκολότερη αναγνώριση τών επισημαινόμενων μερών.
επίρρ...
συριστικώς και συριστικά
Ν
με συριστικό τρόπο, σφυριχτά.