σφύριγμα
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
το, Ν σφυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφυρίζω, το να εκβάλλει κανείς οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με ένα κατάλληλο όργανο, σύριγμα
2. συνεκδ. ο οξύς, διαπεραστικός ήχος που παράγεται όταν σφυρίζει κάποιος
3. μτφ. αποδοκιμασία («τον πήραν με τα σφυρίγματα» — τον αποδοκίμασαν έντονα).