σφύριγμα
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
το, Ν σφυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφυρίζω, το να εκβάλλει κανείς οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με ένα κατάλληλο όργανο, σύριγμα
2. συνεκδ. ο οξύς, διαπεραστικός ήχος που παράγεται όταν σφυρίζει κάποιος
3. μτφ. αποδοκιμασία («τον πήραν με τα σφυρίγματα» — τον αποδοκίμασαν έντονα).