επισήμανση

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

η (AM ἐπισήμανσις) επισημαίνω
νεοελλ.
1. σημάδεμα, μαρκάρισμα
2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός
3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης
4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία της θάλασσας
5. (πυροβ.) ο μετά τη σκόπευση καθορισμός της ακριβούς θέσεως και κλίσεως του πυροβόλου από τον σκοπευτή για να μπορεί να το επαναφέρει σε αυτές μετά την εκπυρσοκρότηση
μσν.
περίσκεψη, προσοχή
αρχ.
σημείο, σημάδι που έγινε πάνω σε κάτι.