-ή, -ό, Ντηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεόραση (α. «τηλεοπτικό πρόγραμμα» β. «τηλεοπτική συσκευή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + οπτικός].