τηλεοπτικός

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεόραση (α. «τηλεοπτικό πρόγραμμα» β. «τηλεοπτική συσκευή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + οπτικός].