τηλεόραση

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τηλεπ. α) μορφή τηλεπικοινωνίας προοριζόμενη για καλωδιακή ή ραδιοηλεκτρική διαβίβαση εικόνων κινούμενων ή σταθερών σκηνών που μπορούν είτε να αναπαράγονται πάνω σε οθόνη ταυτόχρονα με τη λήψη τους είτε να εγγραφούν σε κατάλληλο μέσο για μεταγενέστερη αναπαραγωγή, αλλ. τηλοψία
β) ειδική συσκευή, δέκτης όπου προβάλλονται οι μεταβιβαζόμενες εικόνες
γ) η υπηρεσία τών τηλεοπτικών προγραμμάτων (α. «ελληνική τηλεόραση» β. «ιδιωτική τηλεόραση»)
δ) τηλεοπτικό πρόγραμμααπόψε θα δω τηλεόραση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. television < tele- (< τηλε-) + vision «όραμα»].