ὑπενδύτης

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

[δῠ], ου, ὁ, = foreg., Str.15.3.19.

German (Pape)

[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὑπενδύτης, ΝΑ ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο
νεοελλ.
1. γιλέκο
2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.