ὑπενδύω
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
put on underneath, ὑπενέδυσ' ἐρραμμέν' αὐτήν Alex.98.11 (troch.):—Med., ὑ. τῷ θώρακι χιτῶνα Demoph.Sim.31:—Pass., ὁπλισμῷ ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας having tunics on under, Plu.Aem.18, cf. Id.2.595e.
German (Pape)
[Seite 1187] (s. δύω), unten anziehen; ὑπενέδυσ' ἐῤῥαμμέν' αὐτήν (ἰσχία) Alexis bei Ath. XIII, 568 b; ὑπενδεδυμένοι θώρακα Plut. gen. Socr. 27; χιτῶνας Aem. Paull. 18.
Russian (Dvoretsky)
ὑπενδύω: надевать вниз, т. е. под одежду (θώρακα σιδηροῦν ὑπενδεδυμένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπενδύω: ἐνδύω κάτωθεν, ἐσωτερικῶς, ὑπενέδυσ’ ἐρραμμέν’ αὐτὴν Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ― Μέσ., ὑπ. τῷ θώρακι χιτῶνα Δημόφιλ. Πυθαγ. § 31. ― Παθ., ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας, ἐνδεδυμένοι χιτῶνας ὑπὸ (τὸν ὁπλισμόν), Πλουτ. Αἰμίλ. 18, πρβλ. τὸν αὐτ. 2. 595Ε.
Greek Monolingual
ὑπενδύω ΝΜΑ ἐνδύω
ντύνω εσωτερικά
νεοελλ.
επενδύω εσωτερικά, φοδράρω
μσν.-αρχ.
ντύνω από μέσα, φορώ εσωτερικά, ντύνω από κάτω (α. «ὑπενέδυσ' ἐρραμέν' αὑτήν», Άλεξ.
β. «ὑπενδεδυμένοι χιτῶνας», Πλούτ.).