η, Νσακίδιο, από δέρμα ή άλλο υλικό, σε διάφορα σχήματα και για διάφορες χρήσεις (α. «γυναικεία τσάντα» β. «μαθητική τσάντα» — η σάκαγ. «τσάντα κυνηγού»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canta].