σάκα
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
η, Ν
1. πλαστική, δερμάτινη ή υφασμάτινη τσάντα στην οποία τοποθετούν οι μαθητές τα βιβλία, τα τετράδια και, γενικά, όλα τα απαραίτητα για το σχολείο
2. μικρός κυνηγετικός σάκος ή σακίδιο
3. τσάντα στην οποία τοποθετούνται διάφορα έγγραφα, ο χαρτοφύλακας
4. (γενικά) σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος, με αλλαγή γένους κατά το τσάντα].