ὑπέρβλημα

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A portion of an area projecting beyond a given line, Archim.Con.Sph.2, al.; excess of one magnitude over another, Simp. in Ph.973.9.

German (Pape)

[Seite 1193] τό, die in der Figur über eine Linie hervorragende Fläche, Archimed.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβλημα: τό, μέρος, ἐπιφάνεια ἐξέχουσα πέραν δεδομένης γραμμῆς, Ἀρχιμήδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
επιφάνεια που εξέχει σε γεωμετρικό σχήμα πάνω από μια γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπερβλη- του ρ. ὑπερβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπερ-ε-βλή-θην) + κατάλ. -μα].