ὑψιδαίδαλτος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ον,

   A high and richly wrought, τρίποδες B.3.18.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο περίτεχνα και πλούσια κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δαιδάλλω «κοσμώ, ποικίλλω»].