ον,
A high and richly wrought, τρίποδες B.3.18.
-ον, Αο περίτεχνα και πλούσια κατεργασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δαιδάλλω «κοσμώ, ποικίλλω»].